- Βριάρεῳ
- Βριάρεῳ̆ , βριάρεωςmasc nom pl (attic epic ionic)Βριάρεῳ̆ , βριάρεωςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βριάρεω — Βριάρεω̆ , βριάρεως masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριαρέω — βριάρεως masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βριάρεως — Βριάρεω̆ς , βριάρεως masc acc pl (attic epic ionic) Βριάρεω̆ς , βριάρεως masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βριάρεων — Βριάρεω̆ν , βριάρεως masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριάρεως — βριάρεω̆ς , βριάρεως masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEGAEON — I. AEGAEON saevus et immanis, Caeli et Terrae fil. qui unô ictu centum scopulos in Iovem contorquebat. Victus demum, alligatus est a Neptuno scopulo Aegaei maris. Stat. l. 1. Achilleid. v. 209. Audierat duros laxantem Aegaeona vectes. Hesych.… … Hofmann J. Lexicon universale
Κυμοπόλεια — Κυμοπόλεια, ἡ (Α) θυγατέρα τού Ποσειδώνος, σύζυγος τού Βριάρεω, αυτή που περπατά πάνω στα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + πόλεια (< πόλος < πέλομαι)] … Dictionary of Greek
Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
Βριάρεως — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους τρεις εκατόγχειρες γιους της Γαίας και του Ουρανού. Το όνομα προέρχεται από το βριαρός που σημαίνει στιβαρός. Βοήθησε τον Δία, μαζί με τους αδελφούς του Κόττο και Γύη, να νικήσει τους Τιτάνες που απειλούσαν… … Dictionary of Greek
Γύης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Εκατόγχειρες, γιος του Ουρανού και της Γης, αδελφός του Κόττου και του Βριάρεω. Ονομαζόταν επίσης Γύας ή Γύγης. Ο Ντεσάρμ έδωσε στο όνομα τη σημασία πολυμελής. Όπως ο Βριάρεως, έτσι και ο Γ. συγχέεται πολλές … Dictionary of Greek